- εὐκτιμένη
- ἐυκτίμενοςgood to dwell infem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐυκτιμένη — ἐϋκτιμένη , ἐυκτίμενος good to dwell in fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένῃ — ἐϋκτιμένῃ , ἐυκτίμενος good to dwell in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκτιμένηι — ἐϋκτιμένῃ , ἐυκτίμενος good to dwell in fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋκτίμενος — ἐϋκτίμενος, η, ον (Α) 1. (ως επίθ. πόλεων) καλός για να κατοικήσει, να διαμείνει κάποιος («ἐϋκτίμενον πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. (και για κάθε ανθρώπινο έργο) καλά κατασκευασμένος, καλά καλλιεργημένος, καλοχτισμένος (α. «νῆσον ἐϋκτιμένην ἐκάμοντο» … Dictionary of Greek
гумно — диал. гувно, укр., блр. гумно, ст. слав. гоумьно ἅλως, болг. гумно, гувно, сербохорв. гумно, словен. gumno, чеш., слвц. humno, польск. gumno, в. луж. huno, н. луж. gumno. Древнее сложение из *gu (см. говядо, говно) и к. мять, мну, лит. minù,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… … Dictionary of Greek